τιμητής

τιμητής
Στην αρχαία Ρώμη ονομάζονταν τ. δύο άρχοντες που έκαναν περιοδικά την απογραφή του ρωμαϊκού λαού για φορολογικούς και πολιτικούς σκοπούς. Ο θεσμός του τ. ανάγεται στο έτος 443 π.Χ. Η τιμητεία αποτελούσε το υψηλότερο αξίωμα της ρωμαϊκής πολιτικής σταδιοδρομίας και μπορούσε να ανατεθεί μόνο σε πρώην ύπατους άμεμπτης ηθικής. Αρχικά δινόταν μόνο σε πατρίκιους, αργότερα όμως έγιναν δεκτοί και πληβείοι (336 π.Χ.). Αργότερα η πολιτεία τους ανέθεσε και την επίβλεψη της ηθικής διαγωγής κάθε πολίτη, ιδίως των πολιτών των ανώτερων κοινωνικών τάξεων, στους οποίους μπορούσαν να στερήσουν και τα πολιτικά δικαιώματα. Ο θεσμός της τιμητείας ατόνισε τον 1o αι. μ.Χ.
* * *
ο, ΝΑ, και βοιωτ. τ. τιματάς Α [τιμώ]
(στη ρωμαϊκή πολιτεία) αξίωμα που έφεραν δύο άρχοντες από την τάξη τών πατρικίων, οι οποίοι είχαν ως καθήκον την απογραφή τών Ρωμαίων πολιτών, τον υπολογισμό τής περιουσίας τους, τη σύνταξη τών καταλόγων τών διαφόρων τάξεων, καθώς και την επίβλεψη τής τήρησης τών ηθών, ο κήνσωρ
νεοελλ.
αυτός που κρίνει και μάλιστα αυστηρά, που επικρίνει, επικριτής, επιτιμητής
αρχ.
1. αυτός που προσδιόριζε την αποζημίωση η οποία έπρεπε να δοθεί σε κάποιον για βλάβες ή ζημίες που είχαν προκληθεί εις βάρος του
2. το άτομο που σε μια δίκη όριζε την ποινή η οποία έπρεπε να επιβληθεί στον κατηγορούμενο
3. (ως τίτλος) προσωνυμία αυτοκράτορα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τιμητής — ο 1. άρχοντας στην αρχαία Ρώμη, που εκτιμούσε τις περιουσίες των πολιτών: Κάτων ο τιμητής. 2. αυτός που συστηματικά επικρίνει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τιμητής — τῑμητής , τιμητής valuer masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κάτων, Μάρκος Πόρκιος, ο Πρεσβύτερος ή Τιμητής — (Marcus Porcius Cato, Τούσκουλο 234 – Ρώμη 149 π.Χ.). Ρωμαίος πολιτικός και συγγραφέας. Για να διακρίνεται από τον δισέγγονό του, του δόθηκε η προσωνυμία Πρεσβύτερος. Καθώς καταγόταν από οικογένεια γεωργών, ασχολήθηκε και ο ίδιος με τη γεωργία… …   Dictionary of Greek

  • κήνσωρ — (censor). Ανώτερο δημόσιο αξίωμα της αρχαίας Ρώμης, που καθιερώθηκε σύμφωνα με την παράδοση το 443 π.Χ. Οι κ. ήταν δύο και εκλέγονταν από τις συνελεύσεις των εκατόνταρχων κάθε πενταετία. Αρχικά, μόνο πατρίκιοι καταλάμβαναν αυτό το αξίωμα, αλλά… …   Dictionary of Greek

  • Κράσσος — (Crassus). Επώνυμο οικογένειας πληβείων της ρωμαϊκής εποχής. 1. Λούκιος Λικίνιος (Lucius Licinius, 140 – 91 π.Χ.). Νομομαθής πολιτικός. Διετέλεσε διαδοχικά τριττύαρχος (107 π.Χ.), ύπατος (95 π.Χ.) και τιμητής (92 π.Χ.). Λόγω της ευγλωττίας του… …   Dictionary of Greek

  • τιμητά — τῑμητά̱ , τιμητής valuer masc nom/voc/acc dual τῑμητά , τιμητής valuer masc voc sg τῑμητά , τιμητής valuer masc nom sg (epic) τῑμητά , τιμητός valued neut nom/voc/acc pl τῑμητά̱ , τιμητός valued fem nom/voc/acc dual τῑμητά̱ , τιμητός valued …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιμητικός — ή, ό / τιμητικός, ή, όν, ΝΜΑ [τιμητής] 1. (για πρόσ.) αυτός που παρέχει, που αποδίδει τιμή σε κάποιον (α. «τιμητική φρουρά» β. «τιμητικὸς... τῶν καθηγησαμένων», Πλούτ.) 2. αυτός που δηλώνει τιμή, που φανερώνει εκτίμηση σε κάποιον (α. «τιμητικός… …   Dictionary of Greek

  • Αντώνιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Καταγόταν από την Άγκυρα. Πέθανε με μαρτυρικό τρόπο, μαζί με τους γονείς του Μελάνιππο και Κασίνα, επί Ιουλιανού του Παραβάτη. Η μνήμη του τιμάται στις 7 Νοεμβρίου. 2. Λιθοτόμος. Τον σκότωσε o… …   Dictionary of Greek

  • τιμητάς — τῑμητά̱ς , τιμητής valuer masc acc pl τῑμητά̱ς , τιμητής valuer masc nom sg (epic doric aeolic) τῑμητά̱ς , τιμητός valued fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • CENSITOR — Graece Τιμητὴς, Α᾿πογραφεὺς, Ε᾿ξιςωτὴς, vide hîc infra …   Hofmann J. Lexicon universale

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”